ἕκαλος

ἕκαλος
ἕκᾱλος
1 undisturbed, peaceful pro adv.

Ὀλύμπιος ἁγεμὼν θύγατρ' Ὀπόεντος ἀναρπάσαις ἕκαλος μίχθη O. 9.58

ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἕκαλος — ἕκᾱλος , ἕκηλος at rest masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκηλος — ἕκηλος, ον, δωρ. τ. ἕκαλος, ον (Α) 1. ήσυχος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος 2. αυτός που ενεργεί χωρίς εμπόδιο, ανεμπόδιστος 3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος 4. (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή καταιγίδα, ασάλευτος 5. (το ουδ. πληθ. ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”